κασσιτέρωμα

κασσιτέρωμα
το
κασσιτέρωση, γάνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κασσιτέρωση — η το κασσιτέρωμα, η επίχριση με κασσίτερο, το γάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ., στον λόγιο τ. κασσιτέρωσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”